σκορπαλευράς

σκορπαλευράς
και σκορπαλεύρης, ο, θηλ. σκορπαλευρού, Ν
μτφ. αυτός που κατασπαταλά την περιουσία του, που τήν ξοδεύει αλόγιστα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκορπώ + αλεύρι].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • σκορπαλευράς — ο άνθρωπος σπάταλος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αλευροσκόρπης — ο (θηλ. ού) άσωτος, σπάταλος, σκορπαλευράς. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλεύρι + σκορπώ] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”